- ικνούμαι
- ἱκνοῡμαι, -έομαι (Α)1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω5. απρόσ. ἱκνεῑταιαρμόζει, πρέπει6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον και ἱκνεύμενοναυτό που πρέπει, που αρμόζει7. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἱκνεύμενοςο κατάλληλος χρόνος8. φρ. α) «τὸ ἱκνούμενον ἀνάλωμα» — η δαπάνη που αναλογεί σε κάποιονβ) «λόγος τινί ἱκνούμενος» — λόγος ευνοϊκός για κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ίκω βλ. λ..ΣΥΝΘ. (Β’ συνθετικό) αφικνούμαι, εξικνούμαιαρχ.διεξικνούμαι, διεφικνούμαι, διικνούμαι, εισαφικνούμαι, εισικνούμαι, ενικνούμαι, επικαθικνούμαι, εφικνούμαι, καθικνούμαι, περιικνούμαι, προαφικνούμαι, προϊκνούμαι, προσαφικνούμαι, προσικνούμαι, συναφικνούμαι, συνεξικνούμαι, συνικνούμαι].
Dictionary of Greek. 2013.